πιλῶ — πῑλῶ , πιλέω compress wool pres subj act 1st sg (attic epic doric) πῑλῶ , πιλέω compress wool pres ind act 1st sg (attic epic doric) πιλόω contract pres subj act 1st sg πιλόω contract pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίλω — πί̱λω , πῖλος wool masc nom/voc/acc dual πί̱λω , πῖλος wool masc gen sg (doric aeolic) πιλόω contract pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πιλόω contract imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίλῳ — πί̱λῳ , πῖλος wool masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιλώ — καταπιλῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού πιλώ*) 1. περιτυλίγω κάτι συμπιέζοντας το, συμπιέζω, συνθλίβω 2. μτφ. περιορίζω πολύ 3. παθ. καταπιλούμαι, έομαι είμαι τυλιγμένος σφιχτά, πιεστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιλῶ «πιέζω» (< πῖλος «συμπιεσμένο… … Dictionary of Greek
συμπιλώ — (I) συμπιλῶ, έω, ΝΑ 1. συμπιέζω, πιέζω δυνατά, συνθλίβω 2. συνεκδ. καθιστώ κάτι συμπαγές, συμπυκνώνω («τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῑ συμπιληθὲν γίνεσθαι βαρύτερον», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. συγκεντρώνω περικοπές από διάφορες πηγές και τίς συναρμόζω σε… … Dictionary of Greek
απίλητος — ἀπίλητος, ον (Α) ο ασυμπίεστος, ο ελαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πιλητός < πιλώ «συμπιέζω, συνθλίβω»] … Dictionary of Greek
ευπίλητος — εὐπίλητος, ον (Α) αυτός που είναι καλά συμπιεσμένος, πυκνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιλητός (< πιλώ «πιέζω»)] … Dictionary of Greek
πίλημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. * * * το, Ν ΜΑ [πιλώ (Ι)] χοντρό ύφασμα από συμπιεσμένες με ειδική τεχνική τρίχες ζώων, κετσές νεοελλ. τεμάχιο παρόμοιου υφάσματος υπό μορφή κώνου με επεξεργασία… … Dictionary of Greek
πίληση — η / πίλησις, ήσεως, Ν ΜΑ [πιλώ (Ι)] η τέχνη τής κατασκευής πιλημάτων, το ξάσιμο, ο καθαρισμός και η συγκόλληση με πίεση βρεγμένου μαλλιού και τριχών ζώων με τη χρησιμοποίηση και άλλων ουσιών αρχ. 1. η συμπύκνωση, η στερεοποίηση, κυρίως η συστολή… … Dictionary of Greek
πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… … Dictionary of Greek